-
1 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
2 закрывать
κλείνω, ασφαλίζω, (покрывать) καλύπτω, σκεπάζω, (перекрывать) κόβω· - кран - τον κρουνό/τη βρύσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закрывать
-
3 высохнуть
см. высыхать. выставить см. выставлять. выставк{}а{} 1. (установка показаний прибора, выходного сигнала и т.п.) η ρύθμιση 2.(показ) η έκθεσ/ηрекламировать товары на - е διαφημίζω τα προϊόντα/εμπορεύματα στην -участвовать в - е παίρνω μέρος στην -, συμμετέχω στην -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высохнуть
-
4 глаз
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.2. όραση•он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).
|| μτφ. επίβλεψη•у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.
3. μάτιασμα, μάτι.εκφρ.в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•-а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•- а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•- а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•в -а сказать ή назвать – κ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•на -а показывается ή попадает(ся) – κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•между глаз – απαρατήρητα•закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•- а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•у страха -а велики – παρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται. -
5 рот
рта, προθ. о рте, во рту α.1. στόμα•рот большой рот μεγάλο στόμα•
маленький рот στοματάκι•
открывать рот ανοίγω το στόμα•
закрывать рот κλείνω το στόμα•
во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•
прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•
дышать ртом αναπνέω με το στόμα.
2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.
εκφρ.зажать (замазать, заткнуть – κ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•то – παραπάνω. -
6 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
7 заседание
заседаниес ἡ συνεδρίαση [-ις] / ἡ σο-νέλευση [-ις], ἡ συγκέντρωση [-ις] (собрание)/ ἡ συνδιάσκεψη [-ις] (совещание):судебное \заседание ἡ συνεδρίαση τοῦ δικαστηρίου· закрытое \заседание ἡ μυστική συνεδρίαση· открывать (закрывать) \заседание ἀνοίγω (κλείνω) τήν συνεδρίαση. -
8 зажимать
зажиматьнесов1. (стискивать) σφίγγω, συμπιέζω, ζουλώ:\зажимать и руке́ σφίγγω στό χέρι·2. (плотно закрывать) βουλώνω, στουμπώνω, κλείνω:\зажимать у́ши βουλώνω τ' αὐτιά μου·3. перен разг περιορίζω, ἐμποδίζω, πνίγω:\зажимать инициативу πνίγω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία· ◊ \зажимать рот кому-л. κλείνω τό στόμα κάποιου. -
9 прикрывать
прикрыватьнесов1. (закрывать) σκεπάζω, καλύπτω / κλεί(ν)ω. σφαλίζω, σφαλ(ν)ῶ (дверь и т. п.)·2. воен. (защищать) καλύπτω, προστατεύω:\прикрывать отход καλύπτω τήν ὑποχώρηση·3. перен (замаскировывать) σκεπάζω, κρύβω, συγκαλύπτω:\прикрывать ложь σκεπάζω τήν ψευτιά·4. (ликвидировать) разг κλείνω, διαλύω, βάζω τέλος. -
10 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод